βόσκει

βόσκει
βόσκω
feed
fut ind mid 2nd sg (doric)
βόσκω
feed
pres ind mp 2nd sg
βόσκω
feed
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βοσκεῖ — βόσκω feed fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PASCERE — proprie de familia servorum: ut apud Catonem, bene vestire et bene pascere. appuleium, parcius pasco, levius vestio; Spartianum in Hadriano, c. 11. Ante omnes tamen enitebatur, nequid otiosum vel emeret aliquando vel pasceret. Sic Iuvenalis, Sat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — και βοσκώ ησα, ήθηκα, βοσκημένος 1. τρέφομαι από το χορτάρι: Την άνοιξη τα ελεύθερα ζώα βόσκουν φρέσκο χορτάρι. 2. οδηγώ στη βοσκή: Ο βοσκός είναι το καταλληλότερο άτομο για να βόσκει ζώα. 3. τρώγω: Τα γουρούνια βόσκουν βαλανίδια. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιγινόμος — αἰγινόμος, ον (και αἰγονόμος) (Α) αυτός που βόσκει κατσίκες, ο αιγοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + νόμος < νέμω, «βόσκω»] …   Dictionary of Greek

  • αιθεροβόσκας — αἰθεροβόσκας ή αιθεριβόσκας ου, ο (Α) αυτός που βόσκει, επομένως ζει στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • αρηνοβοσκός — ἀρηνοβοσκός, ο (Α) αυτός που βόσκει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρήν «πρόβατο» + βοσκός] …   Dictionary of Greek

  • ατιμαγέλης — ἀτιμαγέλης, ο (Α) ο ταύρος που εγκαταλείπει την αγέλη και βόσκει μόνος του, κυρίως κατά την περίοδο της οχείας …   Dictionary of Greek

  • αφετός — ή, ό (Μ ἀφετός, ή, όν) εκείνος τον οποίο έχουν αφήσει κάπου νεοελλ. 1. (για ζώο) που βόσκει ελεύθερα 2. μη περιορισμένος, ελεύθερος …   Dictionary of Greek

  • βοσκάς — βοσκάς, η (Α) [βόσκω] 1. αυτή που βόσκει, που τρέφεται 2. ως ουσ. είδος μικρής πάπιας, αγριόπαπια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”